προσκεφάλαιο

προσκεφάλαιο
το / προσκεφάλαιον, ΝΜΑ
προσκέφαλο, μαξιλάρι
νεοελλ.
τεχνολ. έδρανο πάνω στο οποίο επικάθεται και περιστρέφεται η άτρακτος μιας μηχανής, αλλ. κουζινέτο
αρχ.
1. οτιδήποτε τοποθετείται κάτω από ένα μέλος τού σώματος για ανάπαυση («οὐαὶ ταῑς συρραπτούσαις προσκεφάλαια ἐπὶ πάντα ἀγκῶνα χειρός», ΠΔ)
2. φρ. «προσκεφάλαιον βασιλικόν» — θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν κοντά στο κρεβάτι τού βασιλιά τών Περσών και στο οποίο φυλάγονταν πάντοτε πέντε χιλιάδες τάλαντα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρός κεφαλαίῳ (< κεφάλαιον < κεφαλή), πρβλ. υπο-κεφάλαιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • ποτικεφάλαιον — τὸ, Α (δωρ. τ.) το προσκεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, *τ. ισοδύναμος τού πρός + κεφάλαιον] …   Dictionary of Greek

  • προσκέφαλο — το, Ν 1. κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να τό στηρίξει κατά τον ύπνο ή κατά την ανάπαυση, μαξιλάρι 2. οποιοδήποτε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι κοιμισμένου,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”